Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθησύχαση η [kaθisíxasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθησυχάζω, η απαλλαγή από ανησυχία ή φόβο.
[λόγ. καθησυχα- (καθησυχάζω) -σις > -ση]