Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καθημέραν, επίρρ.· καθήμερα· καθημέρι.
-
- Kαθημερινά:
- καθημέραν έστελνε γραφήν εις την αγαπημένην (Διγ. Άνδρ. 33322).
[<συνεκφ. καθ’ ημέραν (αρχ., L‑S, λ. ημέρα III)]
- Kαθημερινά: