Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθεαυτό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθεαυτού [kaθeaftú] & καθαυτού [kaθaftú] επίρρ. : επιτείνει, τονίζει την ύπαρξη των χαρακτηριστικών του ονοματικού συνόλου που προσδιορίζει και ισοδυναμεί με το επίθετο γνήσιος, καθαρός, ανόθευτος: H ~ νησιώτικη αρχιτεκτονική, καθαυτό. Έχει καθαυτού κρητική προφορά. Είναι ως προς την καταγωγή του ~ Πόντιος, γνήσιος, καθαρός. ~ Mακεδόνας, γέννημα θρέμμα Mακεδόνας.

[λόγ. συμφυρ. < αρχ. φρ. καθ΄ αὑτό & ἐφ΄ ἑαυτοῦ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες