Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καθαρότης ‑τητα η· καθαρότη· καθερότης.
-
- 1) H ιδιότητα του καθαρού, διαύγεια:
- έφεγγεν το νερόν … από την καθαρότητά του (Διγ. Άνδρ. 37433).
- 2) Διαύγεια της ατμόσφαιρας:
- εφεύγασιν τα νέφαλα κι ήρχετο καθαρότη (Aχέλ. 1335).
- 3) Aγνότητα:
- ιδόντες εξεπλάγησαν την καθαρότητα και παρθενίαν αυτού (Έκθ. χρον. 414).
[αρχ. ουσ. καθαρότης. H λ. (‑τητα) και σήμ.]
- 1) H ιδιότητα του καθαρού, διαύγεια: