Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κία
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιαλάρω [kaláro] Ρ6α : (προφ.) παρατηρώ με μεγάλη προσοχή κπ. ή κτ. που παρουσιάζει για μένα ειδικό ενδιαφέρον· βάζω στο μάτι: Tην κιαλάρισες τη γειτόνισσα! Kιαλάρισα κάτι παπούτσια!

[κιάλ(ια) -άρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιάλι το [káli] Ο44 : (πληθ.) φορητό οπτικό όργανο, συνδυασμός από δύο μικρές διόπτρες για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μακρινή απόσταση. || (εν.) κιάλι που αποτελείται από μία διόπτρα. (έκφρ.) (ψάχνω) με το ~, για κτ. που θεωρείται εξαιρετικά σπάνιο.

[παλ. ιταλ. occhiale (σημερ. cannochiale), πληθ. occhiali που θεωρήθηκε εν. με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oka > toka > to-ka] ]

[Λεξικό Κριαρά]
κιαμιά, αντων.,
βλ. κανείς.
[Λεξικό Κριαρά]
κιαμπόσος, αντων.,
βλ. καμπόσος.
[Λεξικό Κριαρά]
κιανείς, κιανένα(ν), κιανένας, αντων.,
βλ. κανείς.
[Λεξικό Κριαρά]
κιαουλιάς, επίρρ.
  • 1) Καθόλου, έστω και λίγο:
    • ξεύρει κιαουλιάς τούτη η αγαφτική σου το πως ποθείς για λόγου τση; (Φορτουν. Β´ 253).
  • 2) (Mε άρν.) τίποτε, ούτε λίγο, καθόλου:
    • (Στάθ. Β´ 252
    • ’πού την μπουνάτσα κιαουλιάς οι μύλοι δεν γυρίζουν (Διήγ. ωραιότ. 877).

[<σύνδ. *κια (<καν) + ουσ. (γ)ουλιά. Η λ. στο Du Cange και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κιαούσης ο,
βλ. τσαούσης.
[Λεξικό Κριαρά]
κιαούσμπασης ο,
βλ. τσαούσμπασης.
[Λεξικό Κριαρά]
κιας, επίρρ.· σκιας.
  • 1) Τουλάχιστον, έστω και λίγο:
    • τον πόθο και τα πάθη μου να κάμω κιας να γνώσει (Ερωφ. Α´ 272
    • μιας μέρας σκιας ανάπαψη σωστής να μου χαρίσει (Φορτουν. Γ´ 388).
  • 2) (Με άρν.) ούτε καν, διόλου:
    • εσέ μη βρει ποτέ κακό σκιας στο μικρό σου νύχι (Ερωτόκρ. Γ´ 120
    • πολλά ’πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιας δεν πέφτει (Ερωτόκρ. Γ´ 576).
  • 3) (Με το να και άρν.) άραγε, μήπως:
    • σκιας να μηδέν τσι βρούμε τσι προξενιές των κορασώ τουνώ να τώσε πούμε; (Πανώρ. Ε´ 293).

[<συνεκφ. και ας. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κιαφίρης ο.
  • Άπιστος:
    • (Συναδ. φ. 15r).

[<τουρκ. kâfir. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες