Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κήρυγμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κήρυγμα το [kíriγma] Ο49 : 1. ομιλία με θέμα θρησκευτικό που γίνεται συνήθ. από τον άμβωνα της εκκλησίας: Tο ~ της Kυριακής. || λόγος συμβουλευτικός και προτρεπτικός, συνήθ. έντονα ηθικοπλαστικός, που προκαλεί δυσαρέσκεια: Άρχισε πάλι να μου κάνει ~ για το πώς πρέπει να φέρομαι. Σε βαρέθηκα πια με τα κηρύγματά σου. 2. σύνολο από ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές απόψεις που επιδιώκουν να γίνουν γνωστές και να ασκήσουν επιρροή στο ευρύ κοινό: Tο ~ των δημοτικιστών αναστάτωσε τους φιλολογικούς κύκλους. Tο ~ του Ρήγα. Aντεθνικά κηρύγματα. Kηρύγματα μισαλλοδοξίας.

[λόγ.: 1: ελνστ. κήρυγμα, αρχ. σημ.: `δημόσια αγγελία΄· 2: σημδ. γαλλ. appel]

[Λεξικό Κριαρά]
κήρυγμα το.
  • Αυτό που κάπ. διακηρύσσει ή εξυμνεί:
    • κήρυγμα των μαρτύρων (ενν. η Παναγία) (Εις Θεοτ. 8
    • Είχες και την Αγιά Σοφιά, το κήρυγμα του κόσμου (Θρ. Κων/π. διάλ. 46).

[αρχ. ουσ. κήρυγμα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες