Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κήδευσις η· κήβεψις ‑ψη.
-
- Φροντίδα· προστασία, βοήθεια:
- (Ασσίζ. 18015)·
- τους πόνους έχω γειαν και κήβεψήμ μου (Κυπρ. ερωτ. 7010).
[μτγν. ουσ. κήδευσις. Τ. ‑εψη σήμ. κρητ.]
- Φροντίδα· προστασία, βοήθεια: