Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέφαλος ο [kéfalos] Ο20 : είδος ψαριού με νόστιμο κρέας που ζει κοπαδιαστά σε ρηχά νερά, σε λιμάνια και σε λιμνοθάλασσες.
[αρχ. κέφαλος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κέφαλος ο.
-
- Το ψάρι κέφαλος:
- (Προδρ. III 153).
- H λ. ως προσωποπ.:
- (Οψαρ. 3613).
- Ως κύρ. όν.:
- (Θησ. Ϛ´ [191], Ζ´ [195]).
- Ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 1132), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33824).
[αρχ. ουσ. κέφαλος. Η λ. και σήμ.]
- Το ψάρι κέφαλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεφαλόσκαλο το [kefalóskalo] Ο41 : το τελευταίο προς τα επάνω σκαλοπάτι της σκάλας.
[κεφαλο- + σκαλ(ί) -ο]