Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κένωσις η.
-
- Κένωση, αφόδευση:
- το σώμα σώζεται με χορτασμόν και κένωσιν (Σοφιαν., Παιδαγ. 113).
[αρχ. ουσ. κένωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- Κένωση, αφόδευση:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. κένωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |