Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κένωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κένωσις η.
  • Κένωση, αφόδευση:
    • το σώμα σώζεται με χορτασμόν και κένωσιν (Σοφιαν., Παιδαγ. 113).

[αρχ. ουσ. κένωσις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες