Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κέδρινος, επίθ.· γκέδρινος.
-
- Κέδρινος:
- ξύλα γκέδρινα (Πεντ. Γέν. VI 14 κριτ. υπ).
[αρχ. επίθ. κέδρινος· πβ. και αδρινός. Η λ. και σήμ.]
- Κέδρινος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέδρινος -η -ο [kéδrinos] Ε5 : που προέρχεται από κέδρο ή που είναι κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου. || ~ λόφος, το Σέιχ Σου.
[λόγ. < αρχ. κέδρινος]