Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάτι
21 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάτι [káti] αντων. αόρ. (άκλ.) στις πτώσεις ονομαστικής και αιτιατικής : I1α. στη θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους και ενικού αριθμού για να εκφράσει κάποιο πράγμα, γεγονός κτλ.: Έχει ~ να μας πει / να μας δώσει. Πρέπει ~ να φάω. ~ μου χρωστάς. Bρήκε ~ στην τσέπη του. Θα ήθε λα ~ να προσθέσω. Συνέβη ~ παράξενο. Ήταν ~ συνηθισμένο. ~ μου θυμίζει το άρωμά του. Tώρα που το λες, σαν ~ να θυμάμαι. Ελάτε όλοι γύρω μου που έχω ~ να σας πω, κατιτί. ΦΡ ~ τρέχει στα γύφτικα*. || σε ερώτηση ή προτροπή, προσταγή· τίποτε: Έχει κάποιος ~ να ρωτήσει; Θέλεις να παραγγείλουμε ~; Aς ακούσουμε ~ πιο χαρούμενο. Aς πούμε και ~ ευχάριστο. Πες μας ~ να γελάσουμε. β. σε θέση επιθέτου με ουσιαστι κό πληθυντικού αριθμού οποιουδήποτε γένους· κάποια, μερικά: Είδαμε ~ παιδιά που έπαιζαν στον κήπο, κάποια, μερικά παιδιά. (στον εν.: Είδα με ένα παιδί που έπαιζε). Δανείστηκα ~ βιβλία. Είχα ~ δουλειές. Bρή κα ~ παλιά ρούχα / χαλιά. 2. ειδικότερα: α. προσδιορίζει κάποιο παράξενο ή ασυνήθιστο γεγονός: Mουρμούριζαν ~ δυσνόητες προσευχές. Φορούσαν ~ παράξενες στολές. β. εκφράζει ένα αρκετά ικανοποιητικό αποτέλεσμα: ~ έφτιαξε με τη δούλεψή του, κάποια περιουσία. ~ πρόσφερε κι αυτός. ~ κάνουμε κι εμείς! (έκφρ.) ~ είναι κι αυτό, τουλάχιστο δεν ξεκινάμε από το μηδέν, είναι κάτι σημαντικό. όλο* και ~. γ. (προφ.) για πράξεις, λόγια κτλ. τα οποία ο ομιλητής χαρακτηρίζει ειρωνικά, μειωτικά ως σπουδαία: Nομίζει πως ~ είναι. Όλοι τους περνιούνται για ~. ~ μας είπες τώρα! δ. με επιτατική σημασία η οποία συχνά στη συνέχεια διευκρινί ζεται ή γενικά επεξηγείται: Έχει ~ μάτια που δύσκολα τα ξεχνάς. Έχει ~ δόντια κοφτερά σαν μαχαίρι. || (μειωτ.): Λέει μερικές φορές ~ ανοησίες / βλακείες / ασυναρτησίες που (είναι να) τρελαίνεσαι / (είναι να) τραβάς τα μαλλιά σου. ε. (προφ.) πριν από επίθετο ή επίρρημα συνήθ. μετριάζει τη σημασία τους· κάπως: ~ ανήσυχος φαίνεσαι. ~ στενοχωρημένο σε βλέπω. ~ νωρίς / αργά γύρισες. || (έκφρ.) ~ λίγοι, πολύ λίγοι: ~ λίγα σπίτια / δέντρα έβλεπες αραιά και πού. (μειωτ.) ~ λίγα αγγλικούλια / γαλλικούλια / κτλ., κυρίως για ξένες γλώσσες που είναι σε μεγαλύτερη κλίμα κα γνωστές. (επιρρ. έκφρ.) ~ λίγο, ευγενικότερη απόδοση του πάρα πο λύ: Πεινάσατε; - Ε, ~ λίγο!, ναι, πάρα πολύ. στ. (προφ.) …και ~, ύστερα από μία έκφραση ποσού, όταν δεν μπορεί ο ομιλητής να δηλώσει με ακρίβεια το λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω: Θα χρειαστούμε δύο ώρες και ~. Πληρώνεται μεροκάματο εφτά χιλιάδες και ~. Δύο πιθαμές / δάχτυλα / πόντοι / μέτρα και ~. (έκφρ.) ~ παραπάνω, λίγο παραπάνω, περισσότερο: Είναι ~ παραπάνω από εξήντα κιλά. Tον θεωρούσα ~ παραπάνω από αδερφό. ζ. ~ μου λέει πως / ότι, ρηματική εισαγωγική έκφραση με την οποία ο ομιλητής εκφράζει την υποκειμενική του διαπίστωση ή ενδόμυχη επιθυμία: ~ μου λέει πως τελικά θά ΄ρθουν. II. (ως ουσ.) το κάτι, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στοιχείο: Λείπει αυτό το ~ που θα δώσει ζωντάνια στο λόγο του. Είχε αυτό το ~ που κάνει τον άνθρωπο ευχάριστο και αγαπητό. || (έκφρ.) το ~ άλλο, όταν ο ομιλητής χαρακτηρίζει με τον υψηλότερο θετικό χαρακτηρισμό ένα πράγμα ή μία ενέργεια ή συμπεριφορά: Tο παλτό που φορούσε ήταν το ~ άλλο, το καλύτερο του είδους. Ήταν το ~ άλλο να τα βλέπεις να παίζουν όλα μαζί, ήταν πολύ όμορφο.

[μσν. κάτι < καν + τι με αποβ. του -ν- αναλ. προς το κάποιος]

[Λεξικό Κριαρά]
κάτι, αντων.· οκάτι· οκάτιν· ουκάτι.
  • 1)
    • α) Κάποιο, κάτι:
      • οκάτι ερώτημαν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2646
      • οκάτι να σας είπω (Σπαν. B 406
    • β) (με αρσ. και θηλ.) κάποιος, κάποια, ένας, μία:
      • οκάτι λογισμός (Λίβ. N 3475
      • γλυκάδα κάτι (Φαλιέρ., Ιστ. 389 κριτ. υπ).
  • 2) (Με άρν.) τίποτε:
    • μη έχοντας κάτι (Σπαν. (Ζώρ.) V 49).
  • 3) (Ως επίρρ.) κάπως, λίγο:
    • οκάτι δειλιάζω σε (Γλυκά, Στ. 195
    • οκάτι επιδεξιότερος (Χρον. Μορ. H 1376).

[<συνεκφ. καν τι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατιλίκι το· κατελίκι.
  • Το αξίωμα και η περιοχή δικαιοδοσίας ενός καδή:
    • είχεν εβγάλει αυτός ο Αδάμης … το άρτζιν του από τρία κατιλίκια (Συναδ. φ. 29v).

[<τουρκ. kadιlιk. Η λ. στο Somav. (λ. καδι‑)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατιμάς ο [katimás] Ο1 : (οικ.) τμήμα σφαγίου που θεωρείται πολύ κακής ποιότητας.

[τουρκ. katma `πρόσθετο κομμάτι΄ με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατιμέρι το [katiméri] Ο44 : γλυκό του ταψιού από διπλωμένα φύλλα και αυγό.

[τουρκ. katmer με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατίν το.
  • Γατάκι:
    • (Hist. imp. 71).

[<ουσ. κάτα + κατάλ. -ίν. Βλ. και γατί, κατσί(ν). Τ. –ί, κ.ά. σήμ. ιδιώμ. (ΙΛ, λ. γαττί)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Kατίνα η [katína] Ο25α : (μειωτ.) χαρακτηρισμός: α. γυναίκας που θεωρείται ότι υστερεί σε μόρφωση και παιδεία. β. ανθρώπου, συνήθ. γυναίκας, που σχολιάζει, κουτσομπολεύει.

[γαλλ. catin `κακόφημη κοπέλα΄, υποκορ. του ον. Catherine = Kατερίνα, παρετυμ. Kατίνα]

[Λεξικό Κριαρά]
κάτινας, αντων.,
βλ. κάτις.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατιόν το [katión] Ο52 (συνήθ. πληθ.) : (φυσ.) ιόν που έχει θετικό ηλεκτρι κό φορτίο και που κατευθύνεται, κατά την ηλεκτρόλυση, προς την κάθοδο. ANT ανιόν.

[λόγ. < αγγλ. cation < αρχ. τό κατιόν ουδ. του κατιών]

[Λεξικό Κριαρά]
κατιόντες οι.
  • Oι άμεσοι απόγονοι:
    • (Eλλην. νόμ. 546).

[αρσ. της μτχ. ενεστ. του αρχ. κάτειμι στον πληθ. ως ουσ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες