Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάστρο
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάστρο το [kástro] Ο39 : 1. τείχη με τα οποία οχύρωναν οικισμό, πόλη ή θέση που είχε στρατηγική σημασία και με επέκταση, πόλη ή τοποθεσία που περιβάλλεται από τείχη· (πρβ. φρούριο): Tο ~ της Aθήνας / του Πλαταμώνα. Άπαρτο / απόρθητο ~. || οχυρωμένη κατοικία φεουδάρχη· πύργος2. 2. (μτφ.) χώρος από όπου ασκείται ισχυρή αντίσταση σε εξωτερικές πιέσεις ή επιδράσεις· οχυρό: Στις εκλογές το κυβερνών κόμμα έχασε και σε νομούς που τους θεωρούσε παραδοσιακά κάστρα του. Έπεσαν και τα τελευταία κάστρα της αντίδρασης. καστράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. κάστρον < πληθ. κάστρα < λατ. castra `στρατόπεδο, κάστρο΄ πληθ. του castrum `κάστρο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κάστρο το,
βλ. κάστρον.
[Λεξικό Κριαρά]
καστροκτισία η.
  • Είδος φόρου ή αγγαρεία για το χτίσιμο κάστρου:
    • (Ψευδο-Σφρ. 54025).

[<ουσ. κάστρον + κτίσις. Η λ. το 10. αι. (ODB) και στο Meursius]

[Λεξικό Κριαρά]
κάστρον το· κάστρο· κάστρος· πληθ. κάστρη.
  • 1)
    • α) Φρούριο:
      • (Χρον. Μορ. H 2868
    • β) (μεταφ.):
      • Τείχος και κάστρον φοβερόν και πύργος της Τρωάδος (ενν. ο Έκτορας) (Πόλ. Τρωάδ. 7177
      • Πότε να επεριεπάτησες το κάστρον της ψυχής μου; (Λίβ. Sc. 278).
  • 2) Οχυρωμένη πόλη:
    • να έρτεις να κλερονομήσεις έθνη μεγάλα, … κάστρα μεγάλα και τειχωμένα εις τον ορανό (Πεντ. Δευτ. IX 1).
  • 3) Τείχος·
    • (μεταφ. στον πληθ.) σπίτι:
      • ημέρα την έφτατη … μη κάμεις παν δουλειά εσύ και ο υιός σου … και ο ξένος σου, ος εις τα κάστρα σου (Πεντ. Έξ. XX 10).
  • Η λ. και ο τ. ο ως τοπων. (και με τα επίθ. Μέγα και Μεγάλο) = η πρωτεύουσα της Κρήτης, το Ηράκλειο:
    • (Ερωτόκρ. Ε´ 1547), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15017, 26424, 39919).

[<λατ. castrum. Ο τ. ο και σήμ. Η λ. τον 6. αι. (Soph.)]

[Λεξικό Κριαρά]
καστροπολεμώ.
  • Πολιορκώ (τειχισμένη πόλη):
    • εκαστροπολέμησεν ο άθεος Mουράτης την Mεγαλόπολη (Byz. Kleinchron. A´ 9949).

[<ουσ. κάστρον + πολεμώ. H λ. στον Kεκαυμένο 717, 7519]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστρόπορτα η [kastróporta] Ο27α : πύλη κάστρου1.

[κάστρ(ο) -ο- + πόρτα]

[Λεξικό Κριαρά]
κάστρος το,
βλ. κάστρον.
[Λεξικό Κριαρά]
καστροτρυπητής ο.
  • Αυτός που «τρυπά», κυριεύει ένα κάστρο:
    • (Θρ. Κων/π. B 99).

[<ουσ. κάστρον + τρυπητής]

[Λεξικό Κριαρά]
καστροφυλαγμένος, μτχ. επίθ.· καστροφυλαμένος.
  • (Προκ. για πόλη) που προστατεύεται από κάστρο:
    • (Τζάνε, Φιλον. 58216).

[<ουσ. κάστρον + μτχ. παρκ. του φυλάσσω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστροφύλακας ο [kastrofílakas] Ο5 : (παρωχ.) φρούραρχος, φύλακας κάστρου.

[μσν. καστροφύλακας < καστροφύλαξ < κάστρ(ον) -ο- + φύλαξ, αιτ. -ακα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες