Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάραβος
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
κάραβος ο.
  • Α´ Κάνθαρος:
    • τον μοσχοπόδη τον κάραβον (Σπανός A 515).
  • Β´ Πλοίο:
    • πυρ εν μέσῳ των καράβων (Έκθ. χρον. 4312).

[αρχ. ουσ. κάραβος. Τ ός σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραβόσκαρο το [karavóskaro] Ο41 : (ναυτ.) είδος ιστιοφόρου με στρογγυλεμένη πρύμνη.

[καράβ(ι) -ο- + σκαρ(ί) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραβόσκοινο το [karavóskino] Ο41 : πολύ χοντρό καννάβινο σκοινί με το οποίο δένουν τα αγκυροβολημένα καράβια· κάβος 2, παλαμάρι.

[καράβ(ι) -ο- + σκοιν(ί) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραβόσκυλος ο [karavóskilos] Ο20 & καραβόσκυλο το [karavóskilo] Ο41 : (οικ.) 1. μεγαλόσωμο και άγριο σκυλί που ζει σε καράβια. 2. (μτφ., παρωχ.) ως χαρακτηρισμός: α. παλιού και έμπειρου ναυτικού· θαλασσόλυκος. β. (υβρ.) ανθρώπου ακοινώνητου· αγριάνθρωπος.

[καράβ(ι) -ο- + σκύλος, σκυλ(ί) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραβοστάσι το [karavostási] Ο44α : (οικ.) αγκυροβόλιο.

[καράβ(ι) -ο- + -στάσι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες