Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμέα η [kaméa] Ο25 & καμέο το [kaméo] Ο39 : σκληρός ημιπολύτιμος λίθος με ανάγλυφη παράσταση, ιδίως προσώπου.
[λόγ. < μσνλατ. camaea (ενν. pietra)· ιταλ. cameo]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμελαύκι(ν), καμελαύχιν το,
- βλ. καμηλαύκιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμέλια η [kaméla] Ο25α & [kamélia] Ο27 : θαμνώδες καλλωπιστικό φυτό. || το άνθος του παραπάνω φυτού: Λευκές / ροζ / κόκκινες καμέλιες.
[λόγ. < νλατ. camelia ή μέσω του ιταλ. camelia < ανθρωπων. Kamel (Ιησουίτης που το περιέγραψε) -ia = -ια]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμένα, επίρρ.
-
- Λυπητερά, μελαγχολικά:
- (Kυπρ. ερωτ. 242).
[<μτχ. παρκ. του καίω]
- Λυπητερά, μελαγχολικά:
[Λεξικό Κριαρά]
- κάμερα η,
- βλ. κάμαρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμερα 1 η [kámera] Ο27α : μηχανή λήψεως τηλεοπτικών, κινηματογραφικών ή φωτογραφικών εικόνων: Οι τηλεοπτικές κάμερες αποτυπώνουν τα γεγονότα της επικαιρότητας. || για να δηλώσουμε τη δημοσιότητα που δίνει η τηλεόραση και ο κινηματογράφος: Nα σταθούν μπροστά στις κάμερες και να συζητήσουν ανοιχτά το θέμα.
[αντδ. < αγγλ. camera (στη νέα σημ.) < υστλατ. camera (δες στο κάμαρα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμερα 2 η : (λαϊκότρ.) κάμαρα.
[μσν. κάμερα αντδ. < λατ. camera, camara ( [ká-] ) < αρχ. καμάρα `θολωτό δωμάτιο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμεραμάν ο [kámeramán] Ο (άκλ.) : τεχνικός κινηματογράφου ή τηλεόρασης, χειριστής κάμερας· εικονολήπτης, οπερατέρ. || διευθυντής φωτογραφίας.
[λόγ. < αγγλ. cameraman]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμεροπούλα η.
-
- Mικρή κάμαρα:
- (Eρωτόκρ. A´ 1852).
[<ουσ. κάμερα + κατάλ. ‑πούλα]
- Mικρή κάμαρα: