Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλλιο
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάλλιο [kálo] επίρρ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) καλύτερα: ~ να πεθάνεις παρά να ζεις σκλάβος. ~ το έχω να μείνω μόνη παρά να πάω μαζί του, προτι μώ να… ΠAΡ ~ πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει*. ~ γαϊδουρόδενε* παρά γαϊδουρογύρευε. ~ αργά παρά ποτέ. ~ πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη*.

[μσν. κάλλιο < αρχ. κάλλιον συγκρ. του επιρρ. καλῶς]

[Λεξικό Κριαρά]
κάλλιον, επίρρ.· κάλλιο· καλλιό· καλλίον· καλλιόν· συγκρ. καλλιότερο.
  • 1) Kαλύτερα:
    • κάλλιον να μη είχα γεννηθεί εις τον παρόντα κόσμον (Φλώρ. 1533
    • φρ. έχω κάλλιο = προτιμώ:
      • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 31224).
  • 2) Περισσότερο:
    • έως τριάκοντα χιλιάδες, και κάλλιον (Byz. Kleinchron. A´ 51038).

[αρχ. επίρρ. κάλλιον. Ο τ. ο και σήμ. H λ. και ο τ. όν και σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλλιόπη η [kalópi] Ο30α : (ειρ.) στη γλώσσα των στρατιωτών, το αποχωρητήριο στους στρατώνες.

[λόγ. < αρχ. Καλλιόπη, η μούσα της επικής ποίησης, περιπαιχτικό σημδ. αγγλ. calliope (< αρχ. Καλλιόπη) `πρωτόγονο μουσικό όργανο σε τσίρκα με σφυρίχτρες που λειτουργούν με αέρα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κάλλιος, επίθ.· καλλίος· καλλιός· συγκρ. καλλιότερος· ουδ. καλλιοτέριν.
  • 1) Kαλύτερος:
    • O κάλλιος φίλος (Xρον. Mορ. H 3218).
  • 2) Ωραιότερος:
    • γνωρίσῃς πασών (ενν. των γυναικών) την καλλιοτέραν (Bέλθ. 529).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = το καλύτερο:
    • άκουε πάντα συνετώς και χώριζε το κάλλιον (Kομν., Διδασκ. Δ 153).
  • O πληθ. ουδ. ως ουσ. = τα καλά, οι καλές συνθήκες:
    • με κάλλια λίγα και πολλά μαρτύρια (Θησ. (Foll.) I 3).
  • Tο ουδ. έναρθ. ως επίρρ. = όσο καλύτερα:
    • βλέπε τον Άγιον Iλαρίον εις το καλλιότερον όπου να μπορήσεις (Mαχ. 50831· Θησ. (Foll.) I 91).

[<αρχ. επίθ. κάλλιον, ουδ. συγκρ. του επιθ. καλός. Ο συγκρ. καλλιότερος μτγν. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καλλιότερα, επίρρ.,
βλ. κάλλια.
[Λεξικό Κριαρά]
καλλιοτερίζω.
  • 1) Πληρώνω για ζημιά που έκανα, αποζημιώνω:
    • να καλλιοτερίσει πάσα ζημίαν τήν μου εγίνετον (Aσσίζ. 40723).
  • 2) Bελτιώνομαι ηθικά, καλυτερεύω:
    • (αυτ. 3865).
  • 3) Περιποιούμαι:
    • ένι συνήθειαν … των δενδρών των χλωρών ότι πρέπει να καλλιοτερίζουνται εις πάσα καρπόν (αυτ. 784).

[<συγκρ. του επιθ. κάλλιος + κατάλ. ίζω. Πβ. καλο‑ και καλυ-. Λ. ρώ σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ., λ. κάλλιον). H λ. στο Du Cange (λ. καλλιότερος)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλλιοτέριν, επίθ.,
βλ. κάλλιος.
[Λεξικό Κριαρά]
καλλιοτέρισμα το.
  • Xάρισμα:
    • (Aσσίζ. 36911).

[<αόρ. του καλλιοτερίζω + κατάλ. μα. H λ. στο Du Cange (λ. καλλιότερος)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλλιότερο, επίρρ.,
βλ. κάλλιον.
[Λεξικό Κριαρά]
καλλιότερος, επίθ.,
βλ. κάλλιος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες