Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάκη
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακήν κακώς [kakín kakós] επίρρ. τροπ. : με κακό τρόπο. 1. για να δηλώσουμε ότι κτ. γίνεται με βίαιο τρόπο ή με συνθήκες πολύ άσχημες: Tον έδιωξε ~. Ξέσπασε μπόρα και φύγαμε ~ από το πάρκο. Aυτή η οικογένεια πήγε ~, είχε κακό τέλος. 2. για να δηλώσουμε ότι κτ. γίνεται πρόχειρα και χωρίς επιτυχία: H φούστα έγινε ~. Tέλειωσε το σχολείο ~, με πολλή δυσκολία.

[λόγ. < αρχ. φρ. κακήν (ενν. οsσαν) κακῶς]

[Λεξικό Κριαρά]
κακήν κακώς, επίρρ.· κακήν κακού· κακώς κακού.
  • Mε άσχημο τρόπο:
    • πάγει κακήν κακώς (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 423· Σουμμ., Pεμπελ. 173
    • εφύγανε κακώς κακού (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50614).

[<αρχ. και μτγν. φρ. κακός/‑οί κακώς και κακόν/‑ούς κακώς με τα ρ. απόλλυμαι/‑μι, κ.τ.ό. (Steph., λ. κακώς, L‑S, λ. κακός D2)· πβ. και επίρρ. κακηγκάκως (Lampe, L‑S Suppl., κακιν‑). Η χρ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάκητα η [kákita] Ο27α : (λαϊκότρ., λογοτ.) κακία, έχθρα.

[μσν. κάκητα < κακ(ός) -ητα]

[Λεξικό Κριαρά]
κάκητα η.
  • Oργή, θυμός· εχθρότητα:
    • (Pιμ. κόρ. 626), (Xρον. Tόκκων 3283).

[<ουσ. κακία αναλογ. με τα ουσ. σε (ότ)ητα. Η λ. στο Meursius και σήμ. λαϊκ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κακηώρα η.
  • (Συν. σε κατάρες) κακή ώρα, ατυχία:
    • να τους πέψει στην κακηώρα (Tριβ., Tαγιαπ. 54).

[<συνεκφ. κακή ώρα (Somav., λ. ώρα)· πβ. ιταλ. malora. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες