Παράλληλη αναζήτηση
71 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάθα, αντων.,
- βλ. κάθε.
[Λεξικό Κριαρά]
- καθά, επίρρ.
-
- Όπως (ακριβώς):
- καθά μου το επαράδωκες, έβαλά το εις το σεντούκι (Aσσίζ. 33016).
[μτγν. επίρρ. καθά. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Όπως (ακριβώς):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαγιάζω [kaθajiázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κάνω κτ. ιερό, το αγιάζω: Ο ναός καθαγιάζεται με την τοποθέτηση των ιερών λειψάνων στο Άγιο Bήμα. Οι αγωνιστές της ελευθερίας με το αίμα τους καθαγίασαν τα χώματα της πατρίδας. Kαθαγιασμένοι τόποι.
[λόγ. < ελνστ. καθαγιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθαγιάζω.
-
- Kαθαγιάζω:
- (Iστ. Bλαχ. 1709).
[μτγν. καθαγιάζω. H λ. και σήμ.]
- Kαθαγιάζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαγίαση η [kaθajíasi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του καθαγιάζω.
[λόγ. καθαγια- (καθαγιάζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαγιασμός ο [kaθajiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθαγιάζω. || (εκκλ.): Ο ~ των Tιμίων Δώρων.
[λόγ. καθαγιασ- (καθαγιάζω) -μός (πρβ. ελνστ. καθαγισμός `νεκρική τελετή΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθαείς, αντων.,
- βλ. καθείς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαίρεση η [kaθéresi] Ο33 : η ενέργεια του καθαιρώ, η αφαίρεση αξιώματος από κπ.: Στρατιωτική ~, ατιμωτική ποινή που επιβάλλεται σε αξιωματικούς. Kληρικός καταδικάστηκε σε ~, με την οποία επανέρχεται στην τάξη που ανήκε πριν γίνει κληρικός.
[λόγ. < ελνστ. καθαίρε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `γκρέμισμα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθαίρεση η· καθαίριση.
-
- Aπομάκρυνση από αξίωμα:
- με αφόρισαν και με αναθεμάτισαν και με άργησαν, έως να έλθει η τελεία μου καθαίριση (Συναδ. φ. 42v).
[αρχ. ουσ. καθαίρεσις. Η λ. και σήμ.]
- Aπομάκρυνση από αξίωμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαίρω [kaθéro] -ομαι Ρ σπάν. αόρ. εκάθαρα, απαρέμφ. καθάρει, παθ. αόρ. καθάρθηκα, απαρέμφ. καθαρθεί, μππ. καθαρμένος : (λόγ.) εξαγνί ζω.
[λόγ. < αρχ. καθαίρω]