Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάβος
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
κάβος (I) ο.
  • 1) Aκρωτήριο:
    • αλαργάριζε τον κάβο του σιρόκου …, ότι έχει ξέρη (Πορτολ. A 1281).
  • 2) Aρχή κυκλικού χορού:
    • (Kάτης 104
    • φρ. κρατώ ή πορπατώ τον κάβο = σέρνω το χορό:
      • (Kάτης 92, 81).
  • H λ. σε τοπων.:
    • (Πορτολ. B 2516), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1482).

[<παλαιότ. ιταλ. cavo. H λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κάβος (II) ο.
  • (Ναυτ.) καραβόσκοινο, παλαμάρι:
    • κάβος διά μαζινέτες … κομμάτια τέσσερα (Kαραβ. 49431).

[<ιταλ. cavo. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κάβος (III) ο.
  • Aρχηγός, πρόεδρος:
    • εποίκαν βουλήν και ορδινίασαν μεσόν τους κάβους (Bουστρ. 21013· Τάξ. πόρτ. 14).

[<ιταλ. cavo - capo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάβος 1 ο [kávos] Ο18 : (ναυτ.) ακρωτήριο. (έκφρ.) παίρνω κάβο, για καράβι, όταν παρακάμπτει κάποιο ακρωτήριο και ως ΦΡ αρχίζω να καταλαβαίνω τι συμβαίνει· ΣYN ΦΡ παίρνω είδηση.

[μσν. κάβος < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) cavo ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάβος 2 ο : (ναυτ.) χοντρό σκοινί με το οποίο δένουν τα αγκυροβολημένα καράβια· καραβόσκοινο: Έλυσαν τους κάβους και σαλπάρισε το πλοίο.

[μσν. κάβος < ιταλ. cavo ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες