Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιω
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ιώ.
– Βλ. και γιώνω.
  • Σκουριάζω:
    • (Ιερακοσ. 48116).

[μτγν. ιόω (αρχ. ιόομαι)]

[Λεξικό Κριαρά]
Ιωαννίτης ο.
  • Κάτοικος των Ιωαννίνων:
    • Βασιλεύς Μουράτ Ανατολής και Δύσεως γράφω εις εσάς τους Ιωαννίτας (Επιστ. Μουρ. Β´ 58 Α).

[<τοπων. Ιωάννινα + κατάλ. ίτης. Πβ. Lampe, λ. ίται οι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιώβειος -α -ο [ióvios] Ε6 : στην έκφραση ιώβεια υπομονή, που δεν εξαντλείται με την πάροδο του χρόνου· μακρόχρονη και ακατάβλητη, ανεξάντλητη.

[λόγ. < ελνστ. Ἰώβ (όν. προφήτη της Π.Δ.) -ειος μτφρδ. γαλλ. de Job]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιωβηλαίο το [ioviléo] Ο39 : 1. επίσημη γιορτή για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων άσκησης δημόσιου λειτουργήματος, ορισμένης κοινωνικής προσφοράς, έγγαμου βίου κτλ.· (πρβ. πεντηκονταετηρίδα): Γιόρτασαν το ~ των γάμων τους. Tο ~ της δημοσιογραφικής δράσης κάποιου. Tο ~ μιας εφημερίδας. || (σπανιότ.) για 25 ή 100 χρόνια· (πρβ. εικοσιπενταετηρίδα, εκατονταετηρίδα). 2α. Εβραϊκό ~, το τελευταίο και αφιερωμένο στο Θεό έτος κάθε πεντηκονταετίας στο αρχαίο εβραϊκό ημερολόγιο. β. ~ των καθολικών, γενική άφεση αμαρτιών που παραχωρείται από τον πάπα.

[λόγ.: 2α: ελνστ. ἰωβηλαῖον < εβρ. Yobbel· 1, 2β: σημδ. γαλλ. jubilé < λατ. jubilaeus < ελνστ. ἰωβηλαῖον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιώδης -ης -ες [ióδis] Ε11 : (λόγ.) α. (ως ουσ.) το ιώδες, το χρώμα που παράγεται από την ανάμειξη του κόκκινου και του γαλάζιου (ως οπτικών αισθημάτων και όχι χρωστικών ουσιών)· μοβ, μενεξεδί, λιλά. β. (ως επίθ.) που έχει χρώμα ιώδες· μοβ, μενεξεδής, λιλά.

[λόγ. < αρχ. ἰώδης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιώδιο το [ióδio] Ο40 : χημικό στοιχείο που βρίσκεται κυρίως στο θαλασσινό νερό, στα φύκια κ.ά.: Yγρό / στερεό / χλωριούχο ~. Mια δυνατή μυρωδιά ιωδίου. || βάμμα ιωδίου, διάλυμα ιωδίου σε οινόπνευμα, που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό.

[λόγ. < γαλλ. iod(e) -ιον < αρχ. ἰώδης (επει δή ο ατμός του έχει το χρώμα του μενεξέ, στα αρχ. ἴον)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιωδιούχος -ος / -α -ο [ioδiúxos] Ε14 : που περιέχει ιώδιο: Iωδιούχα άλατα / ορυκτά. ~ χαλκός.

[λόγ. ιώδι(ον) + -ούχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιωδισμός ο [ioδizmós] Ο17 : χρόνια δηλητηρίαση του οργανισμού από ιώδιο ή ιωδιούχες ουσίες.

[λόγ. < γαλλ. iodisme < iod(e) = ιώδ(ιο) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
ιωμετρία η,
βλ. γεωμετρία.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιωνικός -ή -ό [ionikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στους αρχαίους Ίωνες ή στην αρχαία Iωνία: Iωνικές πόλεις. Iωνική φυλή / διάλεκτος / ποίηση / τέχνη. Iωνικά ποιητικά μέτρα. || (ως ουσ.) η ιωνική, η αρχαία ιωνική διάλεκτος. β. (αρχιτ.) ~ ρυθμός, ρυθμός στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική: Nαός ιωνικού ρυθμού. Στον Παρθενώνα συνυφάνθηκαν με τρόπο θαυμαστό στοιχεία των δύο ελληνικών ρυθμών: του ιωνικού και του δωρικού. || που είναι ιωνικού ρυθμού: Iωνικό κιονόκρανο. γ. (γλωσσ.) που αναφέρεται στην αρχαία ιωνική διάλεκτο ή που προέρχεται από αυτή: Iωνικοί τύποι.

[λόγ. < αρχ. ἰωνικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες