Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιταμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιταμός -ή -ό [itamós] Ε1 : που δείχνει μια προκλητική αναίδεια και περιφρόνηση: Iταμό βλέμμα / ύφος. ιταμά & (λόγ.) ιταμώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἰταμός· λόγ. < αρχ. ἰταμῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες