Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισιάδα η [isxáδa] Ο26 : α. τμήμα εδάφους οριζόντιο, επίπεδο και ομαλό· ίσιωμα, πλάτωμα: Kατασκήνωσαν σε μια μικρή ~. || για δρόμο ευθύ, οριζόντιο και ομαλό. β. σε ~, σε ευθεία γραμμή: Φέρνω / βάζω κτ. σε ~, σε ευθεία γραμμή, ή το ευθυγραμμίζω.
[ίσι(ος) -άδα]