Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιοβόλος, επίθ.· ιόβολος.
-
- Δηλητηριώδης:
- Τα ιόβολα των ζώων (Ερμον. Ω 326)·
- (προκ. για το σκώληκα της κολάσεως):
- ο ιοβόλος σκώληξ (Διγ. Z 1087).
[αρχ. επίθ. ιοβόλος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Δηλητηριώδης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιοβόλος -ος / -α -ο [iovólos] Ε14 : (λόγ.) που χύνει δηλητήριο· δηλητηριώδης: Iοβόλα ερπετά. || (μτφ.): Iοβόλα βέλη.
[λόγ. < αρχ. ἰοβόλος]