Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιξ
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
ιξόκουκκον το· εξόκουκκον.
  • Οι σπόροι του ιξού:
    • (Πουλολ. 606).

[<ουσ. ιξός + κουκκίν]

[Λεξικό Κριαρά]
ιξόμελι το.
  • Υγρή πυκνόρρευστη ουσία που βγαίνει από τον ιξό:
    • ιξόμελι καθαρτικόν (Ιατροσ. κώδ. οη´).

[<ουσ. ιξός + μέλι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιξός ο [iksós] & οξός ο [oksós] Ο17 : α. παράσιτο του έλατου και μερικών άλλων δέντρων· μελιάς. β. η κολλώδης ουσία που περιβάλλει τον καρπό του ιξού.

[αρχ. ἰξός· μσν. οξός < ιξός με υποχωρ. αφομ. [i-o > o-o] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ιξός ο· οξός.
  • 1) Ουσία κολλητική του φυτού ιξός:
    • η μέθη είναι σαν οξός, οπού κολνά και σέρνει (Ιστ. Βλαχ. 2091).
  • 2) Παγίδα, δόλωμα, «ξόβεργα»:
    • εγλυτώσαμεν … σαν το πουλί από οξόν (αυτ. 212).

[αρχ. ουσ. ιξός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ιξούμαι.
  • Πιάνομαι, ακουμπώ σε κόλλα ιξού:
    • Εις τον ιξωθέντα ιέρακα. Από ελαίου τον τόπον οπού ο ιξός εκόλλησε πλύνον (Ορνεοσ. αγρ. 5684).

[μτγν. ιξόομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιξώδης -ης -ες [iksóδis] Ε11 : (λόγ., σε ειδ. όρους) που μοιάζει με την κολλώδη ουσία του ιξού· κολλώδης.

[λόγ. < αρχ. ἰξώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες