Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιμάτιο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιμάτιο το [imátio] Ο40 : α. κατά την αρχαιότητα, είδος εξωτερικού ενδύματος, που το φορούσαν συνήθ. πάνω από το χιτώνα ή το πέπλο. β. (λόγ., συνήθ. πληθ.) ένδυμα, στη ΦΡ διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου, διαμαρτύρομαι προς κπ. με έντονο τρόπο (φωνάζοντας και χειρονομώντας).

[λόγ. < αρχ. ἱμάτιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιματιοθήκη η [imatioθíki] Ο30 : (λόγ.) χώρος ειδικός για τη φύλαξη ενδυμάτων και ρουχισμού (σε θέατρο, ξενοδοχείο κτλ.)· (πρβ. ιματιοφυλάκιο).

[λόγ. < ελνστ. ἱματιοθήκη]

[Λεξικό Κριαρά]
ιμάτιον το· ιμάτι(ν)· ’μάτιν.
  • α) Ρούχο (γενικά):
    • (Διγ. Z 2223
  • β) ρούχο που φοριέται κατάσαρκα:
    • το ’μάτιν της ρήγαινας (Μαχ. 22218).

[αρχ. ουσ. ιμάτιον. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιματιοφυλάκιο το [imatiofilákio] Ο40 : (λόγ.) ειδικός χώρος (στην είσοδο αίθουσας συγκεντρώσεων, θεάτρου κτλ.) όπου παραδίδει κανείς το παλτό, το καπέλο του, την ομπρέλα κτλ. για προσωρινή φύλαξη· (πρβ. γκαρνταρόμπα, βεστιάριο).

[λόγ. < ελνστ. ἱματιοφυλάκιον]

[Λεξικό Κριαρά]
ιματιοφύλαξ ο.
  • (Ως αξίωμα) φύλακας, επιμελητής της στολής (του αυτοκράτορα):
    • κελεύσας ο βασιλεύς τον ιματιοφύλακα αυτού έδωκέ μοι καβάδιον (Ψευδο-Σφρ. 25824).

[μτγν. ουσ. ιματιοφύλαξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες