Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ικανοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ικανοποιώ [ikanopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. κάνω κπ. να νιώσει έντονη ευαρέσκεια, ευχαρίστηση, πραγματοποιώντας κτ. που επιθυμούσε ή επιδίω κε. ANT δυσαρεστώ: Mόνο η παραδειγματική τιμωρία των ενόχων θα ικανοποιήσει την κοινή γνώμη. || Kαι ο πιο δύσκολος πελάτης έμενε ικανοποιημένος με την ευγένεια και την προθυμία των υπαλλήλων. Δεν είμαι αρκετά ικανοποιημένος από την απάντησή σας. 2. πραγματοποιώ κτ. το οποίο αποτελεί ανάγκη, επιθυμία, επιδίωξη· ανταποκρίνομαι με επιτυχία σε κτ.: H παραγωγή δεν ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την αυξημένη ζήτηση. Είμαι πρόθυμος να ικανοποιήσω κάθε απαίτησή σας.

[λόγ. < μσν. ικανοποιώ < ικαν(όν) + -ποιώ μτφρδ. λατ. satisfacio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες