Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ικέτης ο [ikétis] Ο10 θηλ. ικέτιδα [ikétiδa] Ο28 & ικέτισσα [ikétisa] Ο27 : α. στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που ζητούσε προστασία ή εξαγνισμό καταφεύγοντας σε ιερό τόπο (ναό, βωμό κτλ.). β. αυτός που καταφεύγει σε κπ. παρακαλώντας για προστασία.
[λόγ. < αρχ. ἱκέτης· λόγ. < αρχ. ἱκέτις, αιτ. -ιδα· λόγ. ικέτ(ης) -ισσα]