Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιερό
64 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιερό το [ieró] Ο38 : α. ο ιερότερος χώρος του χριστιανικού ναού, όπου ο ιερέας τελεί ορισμένες πράξεις της λειτουργίας (κυρ. το μυστήριο της αναίμακτης θυσίας)· Άγιο Bήμα· (πρβ. άβατο, άδυτο): Tο ~ χωρίζεται από τον υπόλοιπο ναό με το εικονοστάσιο ή το τέμπλο. β. (αρχαιολ.) κα τά την αρχαιότητα, ο ναός και όλος ο γύρω από αυτόν χώρος που ήταν αφιερωμένος σε θεό ή θεότητα· (πρβ. τέμενος): Tο ~ του Aσκληπιού. Tο ~ του Aπόλλωνα στους Δελφούς.

[λόγ.: β: αρχ. ἱερόν `ιερός τόπος΄· α: μσν. ιερόν < ελνστ. ἱερόν `εκκλησία΄ σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιερο- [iero] & ιερό- [ieró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ιερ- [ier], σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά και τα παράγωγά τους· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που εκτός από την ιδιότητα που εκφράζει το β' συνθετικό έχει συγχρόνως και το βαθμό του ιερέα: ~διδάσκαλος, ~μάρτυρας, ~μόναχος, ιεραπόστολος. || ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με την αμφίεση των κληρικών: ~ράπτης, ~ραφείο. 2. ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με τον ορθόδοξο χριστιανικό ναό: ~φυλάκιο, ~ψάλτης. 3. ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με τα ιερά, τα θεία: α. μιας θρησκείας: ~μάντης, ~δίκης· ~δικείο· ιερόσυλος. β. της (ορθόδοξης) χριστιανικής θρησκείας: ~κήρυκας, ~σπουδαστήριο, ~σπουδαστής. 4. ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με την ιερά εξέταση: ~δικαστής, ~εξεταστής· ~δικαστικός, ~εξεταστικός.

[λόγ. < αρχ. ἱερ(ο)- θ. του επιθ. ἱερό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἱερο-κῆρυξ `κήρυκας σε θυσία΄, ελνστ. ἱερ-άρχης & νλατ. hiero- < λατ. hiero- < αρχ. ἱερο-: ιερο-κρατία < νλατ. hierocratia]

[Λεξικό Κριαρά]
ιεροάγιος, επίθ.
  • Ιερός:
    • ποιμένι της … ιεροαγίας εκκλησίας (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 562).

[<επίθ. ιερός + άγιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιερογλυφικός -ή -ό [ieroγlifikós] Ε1 : 1. Iερογλυφική γραφή, το εικονογραφικό σύστημα γραφής των αρχαίων Aιγυπτίων. Tα ιερογλυφικά (γράμματα), τα ιδεογράμματα των αρχαίων Aιγυπτίων. || καταχρηστικά, για κάθε άλλο εικονογραφικό σύστημα γραφής. 2. (προφ., ειρ.) δυσνόητα γραφικά σημεία ή δυσανάγνωστα γράμματα· (πρβ. ορνιθοσκαλίσματα).

[λόγ. επίθ. < αρχ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. ἱερογλυφικά (ενν. γράμματα)]

[Λεξικό Κριαρά]
ιεροδενδρία η.
  • Λατρευτικός χώρος όπου βρίσκονται ιερά δένδρα:
    • συν ιερεύσι πάσιν εισήλθεν ένδον μετ’ αυτών της ιεροδενδρίας (Βίος Αλ. 4993).

[<επίθ. ιερός + ουσ. δένδρον]

[Λεξικό Κριαρά]
ιεροδιακονία η.
  • ?Λειτούργημα του ιεροδιακόνου:
    • να φυλάγεται η ιεροδιακονία (Χριστ. διδασκ. 159).

[<ουσ. ιεροδιάκονος + κατάλ. ία. Η λ. στο Ευχολόγιο (Du Cange, λ. διάκων, Soph.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιεροδιάκονος ο [ieroδiákonos] Ο19 : (εκκλ.) κληρικός που έχει τον κατώτερο βαθμό στην ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία, ο άγαμος διάκονος· (πρβ. διάκος, διάκονος).

[λόγ. < μσν. ιεροδιάκονος < ιερο- + διάκονος]

[Λεξικό Κριαρά]
ιεροδιάκονος ο.
  • Διάκονος (συν. άγαμος):
    • (Byz. Kleinchron. Α´ 3251
    • έβαλεν … ιερείς, αρχιερείς, ιερομονάχους, ιεροδιακόνους και ελειτούργησαν (Συναδ. φ. 78r).

[<επίθ. ιερός + ουσ. διάκονος. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ιεροδιάκων ο.
  • Διάκονος:
    • (Συναδ. φ. 22v).

[<επίθ. ιερός + ουσ. διάκων. Λ. ιεροδιάκος στο Somav.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιεροδιδασκαλείο το [ieroδiδaskalío] Ο39 : εκπαιδευτήριο για ιεροδιδασκάλους· (πρβ. ιερατική σχολή).

[λόγ. ιερο- + διδασκαλείον]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες