Παράλληλη αναζήτηση
93 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ιεβουσαίοι οι.
-
- Όνομα λαού της Χαναάν:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 193v).
[μτγν. εθν. Ιεβουσαίοι (Π.Δ. Έξ. 13, 5)]
- Όνομα λαού της Χαναάν:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιέρακας ο [iérakas] Ο5 : (λόγ.) το γεράκι. || (μτφ.): Οι ιέρακες του Πενταγώνου, για όσους από τους ηγέτες του αμερικανικού υπουργείου άμυνας υποστηρίζουν μια φιλοπολεμική πολιτική· (βλ. και γεράκι).
[λόγ. < αρχ. ἱέραξ, αιτ. -ακα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιεράκι(ο)ν το.
-
- α) Γεράκι:
- σκυλίν οπίσω του έτρεχεν και εκράτει ιεράκιν (Λίβ. P 793)·
- β) (μεταφ.) εχθρός, άρπαγας:
- Ω άρχοντες, ιεράκια του γαμπρού μας, καλώς ήλθετε (Διγ. Άνδρ. 33013).
[μτγν. ουσ. ιεράκιον. Βλ. και γεράκιν]
- α) Γεράκι:
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερακοτρόφος ο.
-
- Αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια για το κυνήγι:
- Του ιέρακος ασκηθέντος … εις γνωριμότητα ακριβή της του ιερακοτρόφου φωνής (Ιερακοσ. 50020).
[<ουσ. ιέραξ + τρέφω. Η λ. τον 5. αι.]
- Αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια για το κυνήγι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεραποστολή η [ierapostolí] Ο29 : οργανωμένη ομάδα από κληρικούς ή καλόγερους που πηγαίνουν σε μια χώρα για να διδάξουν και να διαδώσουν μια θρησκεία ή ένα θρησκευτικό δόγμα: Στην πραγματικότητα, οι ιεραποστολές άνοιγαν το δρόμο στα αποικιοκρατικά στρατεύματα.
[λόγ. ιερ(ο)- + αποστολή μτφρδ. γαλλ. mission & μσνλατ. missio sacra]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεραποστολικός -ή -ό [ierapostolikós] Ε1 : α. που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεραποστολή ή στον ιεραπόστολο: Iεραποστολική δράση / οργάνωση. Iεραποστολικό έργο. β. (μτφ.) που τον διακρίνει βαθιά πίστη, άκρα ανιδιοτέλεια, αλτρουισμός, διάθεση αυτοθυσίας: Aνέλαβαν τη συνέχιση του έργου του με ιεραποστολικό ζήλο.
ιεραποστολικά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. β. [λόγ. ιεραπόστολ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεραπόστολος ο [ierapóstolos] Ο19 : α. κληρικός ή καλόγερος που πηγαίνει σε μια ξένη χώρα για να διαδώσει μια θρησκεία ή ένα θρησκευτικό δόγμα: Xριστιανοί ιεραπόστολοι. β. (μτφ.) για πρόσωπο που αγωνίζεται για κτ. από το οποίο δεν περιμένει να έχει καμιά υλική απολαβή ή ηθική αναγνώριση: Δε σκοπεύω να κάνω τον ιεραπόστολο.
[λόγ. ιεραποστολ(ή) -ος μτφρδ. γαλλ. missionnaire]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεράρχης ο [ierárxis] Ο10 : γενική ονομασία για ανώτατους κληρικούς (επισκόπους, μητροπολίτες, πατριάρχες): Οι άγιοι ιεράρχες. H σύνοδος των ιεραρχών θα αποφασίσει για το χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος. || Οι Tρεις Iεράρχες, ο Mέγας Bασίλειος, ο Iωάννης Xρυσόστομος και ο Γρηγόριος Nαζιανζηνός, επιφανείς θεολόγοι και άγιοι της χριστιανικής θρησκείας.
[λόγ. < ελνστ. ἱεράρχης]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιεράρχης ο.
-
- α) Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 730)·
- β) επίσκοπος:
- πρώτα σέβη βασιλεύς, έπειτα πατριάρχαι, κατόπι εσεβήκαμεν ημείς οι ιεράρχαι (Αρσ., Κόπ. διατρ. [881]).
[<ιεραρχώ (5. αι., Lampe, ‑έω) + κατάλ. ‑ης. Η λ. τον 5. αι. (Lampe) και σήμ.]
- α) Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεράρχηση η [ierárxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ιεραρχώ, η τακτοποίηση σε μια σειρά που δείχνει προτεραιότητα και αξία: H ~ στόχων / αιτημάτων.
[λόγ. ιεραρχη- (ιεραρχώ) -σις > -ση]