Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδρώτας
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίδρωτας ο [íδrotas] Ο5 : (λαϊκότρ.) ιδρώτας.

[μσν. ίδρωτας < ιδρώτας με μετακ. του τόνου αναλ. προς άλλα ον. σε -ας με διαφ. τονισμό ανάμεσα σε εν. και πληθ. (π.χ. εγγόνοι - έγγονας, αγκώνες - άγκωνας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδρώτας ο [iδrótas] Ο2 : το υγρό που αποβάλλεται από τους πόρους του σώματος ανθρώπου ή ζώου: Σκουπίζω τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου. ΦΡ λούζομαι* στον ιδρώτα. με κόβει / με λούζει κρύος ~, ταράζομαι, φοβάμαι πολύ. || κόπος, μόχθος, κοπιαστική εργασία: Ό,τι απέκτησε το απέκτησε με τον ιδρώτα του. Πλούτισε με τον ιδρώτα των άλλων. (έκφρ.) με τον ιδρώτα του προσώπου μου, με πολύ κόπο, με κοπιαστική προσωπική εργασία. ΦΡ χύνω* ιδρώτα. με ιδρώτα και αίμα, με πολλούς κόπους και μεγάλες θυσίες.

[μσν. ιδρώτας < αρχ. ἱδρώς, αιτ. -ῶτα]

[Λεξικό Κριαρά]
ίδρωτας ο,
βλ. ιδρώς ‑τας.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες