Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδεολόγος ο [iδeolóγos] Ο18 θηλ. ιδεολόγος [iδeolóγos] Ο35 : αυτός που, χωρίς ιδιοτέλεια ή υστεροβουλία, είναι συνειδητά και σταθερά προσηλωμένος σε μια ιδέα ή ιδεολογία, συνήθ. κοινωνική ή πολιτική: ~ δημοκράτης / βασιλόφρονας / επαναστάτης / σοσιαλιστής.
[λόγ. < γαλλ. idéo logue, γερμ. Ideologe < idéo-, Ideo- = ιδεο- + -logue, -loge = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]