Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδείν το· ’δεί(ν)· ’διεί.
-
- α) Βλέμμα, ματιά:
- θάρρε μόνον στο ’δείν των εμματιών της (Κυπρ. ερωτ. 9831)·
- β) όψη, θωριά:
- Κάθα να δω το βγενικόν το ’δείσ σου (αυτ. 691).
[απαρέμφ. ιδείν ως ουσ. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Κουσαθανάς, λ. ’διεί)]
- α) Βλέμμα, ματιά: