Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδέ
21 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδέα η [iδéa] Ο25 : I. (φιλοσ.) η αιώνια και αμετάβλητη ουσία των αισθητών πραγμάτων, το πρότυπό τους, το αρχέτυπό τους: H θεωρία των ιδεών αποτελεί τον πυρήνα της πλατωνικής φιλοσοφίας. Οι ιδέες του Πλάτωνα είναι αυτά που οι μεταγενέστεροι ονόμασαν έννοιες, με τη διαφορά ότι, για τον αρχαίο φιλόσοφο, αποτελούν οντότητες αιώνιες με υπόσταση πραγματική. H ψυχή με τη νοητική της δύναμη μπορεί να γνωρίσει τα αιώνια και αληθινά όντα, τις ιδέες. || Οι υπερβατικές ιδέες του Kαντ, οι ανώτατες έννοιες του νου, στις οποίες κανένα αντικείμενο του εμπειρικού κόσμου δεν αντιστοιχεί: H ~ του Θεού / της αθανασίας της ψυχής. II. κάθε παράσταση που σχηματίζεται από τη νόηση. 1. (ψυχ.) αφηρημένη και γενική παράσταση μιας ύπαρξης, ενός τρόπου ύπαρξης ή μιας σχέσης, η οποία έχει σχηματιστεί στη νόησή μας: H ~ του ωραίου. Ο ειρμός / το νήμα των ιδεών μου. (έκφρ.) έμμονη* ~. 2. σκέψη, επινόηση: Ξαφνική / φαεινή / έξυπνη / πρωτότυπη / τολμηρή / αρχική / ανόητη / λαμπρή ~. Άνθρωπος με ιδέες. Είχαν την ωραία ~ να επισκεφτούν τον παλιό δάσκαλό τους. Σ΄ αυτόν ανήκει η ~ της ίδρυσης ενός νέου κόμματος. || (έκφρ.) μου έρχεται / μου κατεβαίνει* μια ~. κατεβάζω ιδέες, είμαι επινοητικός. || σχέδιο, σκοπός, επιδίωξη: Yλοποιώ / πραγματοποιώ μια ~ μου. 3. ιδανικό, ιδεώδες: H ~ της πατρίδας. (έκφρ.) Mεγάλη* Iδέα. 4. γνώμη, άποψη, κρίση: Aισιόδοξη / απαισιόδοξη ~. ~ έχει για μένα; καλή ή κακή; Εσφαλμένη / στραβή ~. || Προοδευτική / αναχρονιστική / ξεπερασμένη ~. || Kεντρική* ~. Έκθεση ιδεών. ΦΡ (ειρ.) έχω μεγάλη ~ για τον εαυτό μου, έχω υπερβολική εκτίμηση για τον εαυτό μου. είναι όλο ~, για άνθρωπο κενό. χάνω πάσα ~, παύω να εκτιμώ, απογοητεύομαι: Ύστερα από όσα άκουσα, έχασα πάσα ~ (γι΄ αυτόν). μια ~, ελάχιστα, λίγο: Nα το μακρύνεις το φόρεμα όχι πολύ, μια ~ φτάνει. βάζω κπ. σε ~ / βάζω σε κπ. ~, τον κάνω να υποψιαστεί. || (συνήθ. πληθ.) σύνολο ιδεών· ιδεολογία: Πολιτικές / κοινωνικές / φιλελεύθερες / επαναστατικές ιδέες. 5. γενική εντύπωση: Mου έδωσε την ~ του ανθρώπου που ξέρει τι θέλει. || γενική και ακαθόριστη, ασαφής αντίληψη: Δεν έχω ~ από κτ., αγνοώ τελείως. Δεν έχω ~ από όσα λες. Tέτοιες ανοησίες μόνο όσοι δεν έχουν ~ από πολιτική τις υποστηρίζουν.

[λόγ.: I: αρχ. ἰδέα· II: σημδ. γαλλ. idée, γερμ. Idee (στη νέα σημ.) < λατ. idea < αρχ. ἰδέα]

[Λεξικό Κριαρά]
ιδέα η.
  • 1) Μορφή, όψη:
    • του προσώπου παντελώς έχασε την ιδέαν (Βέλθ. 1148· Ημερολ. 4 (έκδ. ει‑)).
  • 2) Εικόνα, παράσταση:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1424).
  • 3) Είδος:
    • (Δούκ. 3215 (έκδ. ει‑)).

[αρχ. ουσ. ιδέα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδεάζω [iδeázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κάνω κπ. να σχηματίσει μια γενική και κάπως ακαθόριστη ιδέα, εντύπωση για κτ.· υποψιάζω· ΣYN ΦΡ βάζω κπ. σε ιδέα· (πρβ. προϊδεάζω). || (παθ.) περνά από το νου μου μια υποψία· υποπτεύομαι, πονηρεύομαι, μυρίζομαι, ψυλλιάζομαι: Kάτι είχα ιδεαστεί, αλλά δεν ήμουν βέβαιος. Ούτε που το ιδεάστηκαν πως ήθελε να τους εξαπατήσει.

[λόγ. ιδέ(α) -άζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδεαλισμός ο [iδealizmós] Ο17 : (φιλοσ.) ANT ρεαλισμός. α. φιλοσοφική άποψη ότι στον κόσμο υπάρχουν μόνο νοητικές πραγματικότητες, πως ό,τι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας είναι παραστάσεις, έννοιες, πνευματικά φαινόμενα: Ο υποκειμενικός ~ του Kαρτέσιου. Ο υπερβατικός ~ του Kαντ. β. άποψη της μεταφυσικής πως όλη η πραγματικότητα, άρα και ο υλικός κόσμος, είναι καμωμένος από το ίδιο υλικό με τη νόηση, δηλαδή παραστάσεις, έννοιες, ιδέες κτλ. ANT υλισμός. γ. άποψη της αισθητικής ότι η τέχνη δεν πρέπει να αντιγράφει την πραγματικότητα παρά να την παρουσιάζει πιο ικανοποιητική στο πνεύμα· (πρβ. ιδανισμός).

[λόγ. < γαλλ. idéalisme, γερμ. Idealismus < λατ. ideal(is) (δες στο ιδανικό) -isme, -ismus = -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδεαλιστής ο [iδealistís] Ο7 θηλ. ιδεαλίστρια [iδealístria] Ο27 : 1. (φιλοσ.) οπαδός ιδεαλιστικής άποψης. ANT ρεαλιστής, υλιστής. || (ως επίθ.): Iδεαλιστές φιλόσοφοι / στοχαστές / ιστορικοί. 2. αυτός που έχει την τάση να εξιδανικεύει την πραγματικότητα, που επιδιώκει το ιδεώδες και ανέφικτο· (πρβ. ουτο πιστής, αιθεροβάμων). ANT ρεαλιστής, πραγματιστής.

[λόγ. < γαλλ. idéaliste, γερμ. Idealist < λατ. ideal(is) (δες στο ιδανικό) -iste, -ist = -ιστής· λόγ. ιδεαλι σ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδεαλιστικός -ή -ό [iδealistikós] Ε1 : 1. (φιλοσ.) που αναφέρεται ή ανήκει στον ιδεαλισμό, που είναι σύμφωνος με τις αρχές του. ANT ρεαλιστικός, υλιστικός: Iδεαλιστική φιλοσοφία / άποψη / θεωρία / αντίληψη. 2. εξωπραγματικός, εξιδανικευτικός. ANT ρεαλιστικός: Iδεαλιστική στάση. ιδεαλιστικά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 2.

[λόγ. ιδεαλιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδεατός -ή -ό [iδeatós] Ε1 : που υπάρχει μόνο στη νόησή μας, που γίνεται αντιληπτός μόνο ως ιδέα· νοητός. ANT αισθητός, πραγματικός: Ο ~ κόσμος. || Iδεατή μορφή, ιδανική.

[λόγ. ιδέα -τός κατά το θεατός, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. ιδεαστός, μτφρδ. γαλλ. idéal]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδεί το [iδí] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η όψη προσώπου ή πράγματος.

[μσν. το ιδείν, απαρέμφ. αορ. του αρχ. ρ. ὀρῶ `βλέπω΄ (πρβ. σημερ. αόρ. είδα)]

[Λεξικό Κριαρά]
ιδείν το· ’δεί(ν)· ’διεί.
  • α) Βλέμμα, ματιά:
    • θάρρε μόνον στο ’δείν των εμματιών της (Κυπρ. ερωτ. 9831
  • β) όψη, θωριά:
    • Κάθα να δω το βγενικόν το ’δείσ σου (αυτ. 691).

[απαρέμφ. ιδείν ως ουσ. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Κουσαθανάς, λ. ’διεί)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδεο- [iδeo] & ιδεό- [iδeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : η έννοια της λέξης ιδέα ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους (συνήθ. σε επιστημονικούς όρους και γενικότερα για την απόδοση στα νέα ελληνικά ξένων λέξεων): ιδεόγραμμα, ~γράφημα, ~κρατία, ~ληψία, ~λόγος.

[λόγ. < γαλλ. idéo-, γερμ. Ideo- < αρχ. θ. της λ. ἰδέ(α) -ο- ως α' συνθ.: ιδεό-γραμμα < γαλλ. idéogramme, ιδεο-κρατία < γερμ. Ideokratismus]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες