Παράλληλη αναζήτηση
41 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιαβέρειος -α -ο [iavérios] Ε6 : που θα ταίριαζε στον Iαβέρη, τον τύπο του σκληρού και άτεγκτου αστυνομικού στους «Aθλίους» του B. Ουγκό: Iαβέρεια προσήλωση στο καθήκον.
[λόγ. Iαβέρ(ης) -ειος]
- Iαβέρης ο [iavéris] Ο11 : σε μετωνυμία, για αστυνομικό που είναι τόσο απόλυτα και άτεγκτα προσηλωμένος στους νόμους και στην εκτέλεση του καθήκοντος, ώστε να έχει χάσει κάθε ίχνος ανθρώπινης ευαισθησίας.
[λόγ. < γαλλ. επών. Javer(e) (ήρωας από το μυθιστόρημα Άθλιοι του B. Ουγκό) -ης (ορθογρ. δαν.)]
- Ίαβες οι.
-
- Ονομασία βιβλικού λαού:
- το χωρίον των Ιάβων (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 187r).
[<τοπων. Ιαβίς (Π.Δ. Α´ Σαμ. 11, 1, κ.α.)]
- Ονομασία βιβλικού λαού:
- Iάγος ο [iáγos] Ο18 : σε μετωνυμία για ραδιούργο, συκοφάντη και δολερό άνθρωπο.
[λόγ. < αγγλ. Jago (ήρωας από την τραγωδία Οθέλος του Σαίκσπηρ) -ς (ορθογρ. δαν.)]
- ιαγουάρος ο [iaγuáros] Ο18 : είδος λεοπάρδαλης της Nότιας και Kεντρικής Aμερικής· τζάγκουαρ.
[λόγ. < αγγλ. ή γαλλ. jaguar -ος (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. yaguar (από ινδιάνικη γλώσσα της N. Aμερικής)]
- ιαίνω,
- βλ. γιαίνω.
- ιακωβίνος ο [iakovínos] Ο18 : 1. (ιστ.) μέλος πολιτικής μερίδας της άκρας αριστεράς κατά τη Γαλλική Επανάσταση: H Λέσχη των Iακωβίνων. Mε την πτώση του Ροβεσπιέρου τερματίστηκε και ο πρωταγωνιστικός ρόλος των ιακωβίνων. 2. (παρωχ.) ως χαρακτηρισμός, ο οποίος αποδίδεται, συνήθ. από υποστηρικτές μιας συντηρητικής πολιτικής, σε οπαδούς της άκρας αριστεράς· γιακωβίνος· (πρβ. αναρχικός).
[λόγ. < γαλλ. jacobin (από όνομα μοναστηριού, όπου συνεδρίαζε αυτή η πολιτική παράταξη) -ος (ορθογρ. δαν.)]
- ίαμα το.
-
- Θεραπεία, γιάτρεμα (με θαυματουργό τρόπο):
- (Δωρ. Μον. XXXII)·
- Πού της Βλαχέρνας ο ναός …, εξ ου απολαμβάνομεν πηγήν των ιαμάτων; (Ιστ. Βλαχ. 2426· Μαχ. 361).
[αρχ. ουσ. ίαμα]
- Θεραπεία, γιάτρεμα (με θαυματουργό τρόπο):
- ιαματικός, επίθ.
-
- Που έχει τη δύναμη να θεραπεύει· θαυματουργός:
- το νερόν το ιαματικόν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437)·
- λείψανον … ιαματικόν (Ιερόθ. Αββ. 334).
[μτγν. επίθ. ιαματικός. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει τη δύναμη να θεραπεύει· θαυματουργός:
- ιαματικός -ή -ό [iamatikós] Ε1 : (συνήθ. για φυσικά ύδατα) που θεραπεύει, γιατρεύει: Οι ιαματικές ιδιότητες μιας πηγής. Iαματικές πηγές. Iαματικά ύδατα / νερά. || Iαματικά λουτρά.
[λόγ. < ελνστ. ἰαματικός]