Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιάχω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Iαχωβάς ο [iaxovás] & Iεχωβάς ο [iexovás] Ο1 (χωρίς πληθ.) & Γιαχβέ ο [jaxvé] Ο (άκλ.) : κατά τη βιβλική παράδοση, το όνομα που έδωσε ο ίδιος ο Θεός στον εαυτό του. || Mάρτυρες του Iαχωβά, θρησκευτική αίρεση καθώς και οι οπαδοί της· (πρβ. ιαχωβάς).

[Γιαχβέ: λόγ. < αγγλ. Jahwe < εβρ. Jhwh· Iεχωβάς: λόγ. < γερμ. Jehowa (από τα εβρ.) -ς· Iαχωβάς: λόγ. συμφυρ. Iεχωβάς & Γιαχβέ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιαχωβάς ο [iaxovás] Ο1 θηλ. ιαχωβού [iaxovú] Ο37 & ιεχωβάς ο [iexovás] Ο1 θηλ. ιεχωβού [iexovú] Ο37 & (προφ.) γιαχωβάς ο [jaxovás] Ο1 θηλ. γιαχωβού [jaxovú] Ο37 : ο οπαδός της θρησκευτικής αίρεσης των Mαρτύρων του Iαχωβά· (πρβ. χιλιαστής).

[λόγ. < Iαχωβάς, Iεχωβάς· για-: < Iαχωβάς με αποφυγή της χασμ.· ιαχωβ(άς), ιεχωβ(άς), γιαχωβ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες