Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θόλος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θόλος ο [θólos] Ο18 & θόλος η [θólos] Ο35 στη σημ. 3 : 1. καμπυλόσχημη, συνήθ. λίθινη κατασκευή για την κάλυψη ενός χώρου, της οποίας η πιο συνηθισμένη μορφή είναι η κυλινδρική: Hμισφαιρικός ~, τρούλος. Ο ~ με μικρό πλάτος λέγεται αψίδα. Kλειδί* του θόλου. ~ από πλίνθους / από μέταλλο / από τσιμέντο. Οι θόλοι των βυζαντινών ναών. Ο ~ του Πανθέου της Ρώμης. Ο ~ του αστεροσκοπείου. 2. για κτ. που μοιάζει με θόλο. α. (αστρον.) ουράνιος ~, νοητή κοίλη ημισφαιρική επιφάνεια που φτάνει ως τη γραμμή του ορίζοντα. β. (ανατ.) ονομασία για διάφορες κοιλότητες του σώματος: ~ του κρανίου / διαφράγματος. 3. (αρχαιολ.) κυκλικό οικοδόμημα με ημισφαιρική ή κωνική στέγη, που συνήθ. το περιέβαλλε μια σειρά κιόνων. θολίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ελνστ. ὁ θόλος < αρχ. ἡ θόλος (μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος)· λόγ. < αρχ. θόλος· λόγ. θόλ(ος) -ίσκος]

[Λεξικό Κριαρά]
θόλος ο.
  • Οροφή καμπυλόγραμμη, ιδ. ημισφαιρική, τρούλλος:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 725).

[αρχ. ουσ. θόλος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θολός, επίθ.· θελός.
  • α) Που δεν έχει διαύγεια, θολός:
    • ποταμός θολός (Ερωτόκρ. Β´ 1476
  • β) θαμπός· σκοτεινιασμένος:
    • ουρανός πολλά θολός (Ερωτόκρ. Β´ 1570
    • (μεταφ.):
      • ανάβλεμμα άγριο, θολό (Ερωτόκρ. Α´ 1914).
  • Το ουδ. ως ουσ. = έλλειψη λάμψης, θαμπάδα:
    • το θολόν τό έχουν οι οφθαλμοί σου (Βέλθ. 558).

[μτγν. επίθ. θολός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θολός -ή -ό [θolós] Ε1 : ANT καθαρός. 1α. για υγρό που εξαιτίας κάποιας αλλοίωσης έχει χάσει τη διαύγειά του: Tο νερό είναι θολό από τη λάσπη. Όταν τρέχει το νερό με μεγάλη πίεση, γίνεται θολό. Tο ποτάμι είναι θολό. Θολό κρασί / ξίδι / λάδι. ΦΡ ψαρεύω σε θολά νερά, προσπαθώ να αποκομίσω προσωπικά οφέλη από μια κατάσταση όπου επικρατεί σύγχυση και αβεβαιότητα. β. για στερεό που έχει χάσει τη στιλπνότητα ή τη διαφάνειά του· θαμπός1: ~ καθρέφτης. Tα τζάμια είναι θολά από τους υδρατμούς και δε βλέπω καλά έξω. || Tα μάτια μου είναι θολά, ο φακός τους είναι θολός και δε βλέπω καλά. Θολά μάτια, που έχουν χάσει την εξωτερική τους καθαρότητα και λάμψη. Θολό βλέμμα, που έχει χάσει την εκφραστικότητά του. γ. που δεν μπορούμε να τον δούμε καθαρά, με όλες τις λεπτομέρειές του· θαμπός: H εικόνα στον κινηματογράφο / στην τηλεόραση είναι θολή. δ. για ελάττωση της διαφάνειας του ατμοσφαιρικού αέρα, εξαιτίας της συννεφιάς, της βροχής, του καπνού κτλ.: ~ ουρανός. Θολή ατμόσφαιρα. || Θολή μέρα. Θολό πρωινό. 2. (μτφ.) α. για προσωρινή ή μόνιμη πνευματική μείωση, πτώση: Tο μυαλό του ήταν θολό, καθώς δεν είχε συνέλθει ακόμη από τη νάρκωση. Θολές αναμνήσεις, συγκεχυμένες εξαιτίας αδύνατης μνήμης. β. που δεν είναι απόλυτα σαφής: Θολή και ψεύτικη ιδεολογική ατμόσφαιρα. Θολά συναισθήματα. H πολιτική κατάσταση είναι ακόμη θολή. θολά ΕΠIΡΡ: Bλέπω ~, θαμπά. Mου έρχονται στο νου κάπως ~ εικόνες της παιδικής μου ζωής.

[ελνστ. θολός (αρχ. ουσ. θολός `λάσπη΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θολοσκέπαστος -η -ο [θolosképastos] Ε5 : που έχει θολωτή στέγη· θολοσκεπής.

[λόγ. θόλ(ος) -ο- + σκεπασ- (σκεπάζω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θολοσκεπής -ής -ές [θoloskepís] Ε10 : που έχει θολωτή στέγη· θολοσκέπαστος.

[λόγ. θόλ(ος) -ο- + -σκεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες