Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυμίαμα το [θimíama] Ο49 & θυμιάμα το [θim
áma] Ο48 : ρητινώδης αρωματική ουσία που, όταν καίγεται, παράγει μια χαρακτηριστική μυρωδιά και η οποία χρησιμοποιείται σε θρησκευτικές εκδηλώσεις· λιβάνι: Mοσχομύριζε η εκκλησία από το ~. [λόγ. < αρχ. θυμίαμα· αρχ. θυμίαμα, με αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυμίαμα το· θυμιάμα.
-
- α) Θυμίαμα:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 117)·
- β) θύμιασμα, θυμιάτισμα:
- οσμές θυμιαμάτων (Διγ. Gr. 1798).
[αρχ. ουσ. θυμίαμα. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- α) Θυμίαμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- θυμιαματικός, επίθ.
-
- Αρωματικός:
- ξύλον θυμιαματικόν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Αποκάλ. Ιω. ιη´ 12).
[<ουσ. θυμίαμα + κατάλ. ‑ικός]
- Αρωματικός: