Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυγάτριον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θυγάτριον το.
  • Κορούλα· κοπελίτσα:
    • τρυφερά θυγάτρια (Θρ. Κύπρ. Μ 62).

[μτγν. ουσ. θυγάτριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες