Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρέμμα το [θréma] Ο48 : μόνο στη ΦΡ γέννημα* ~.
[αρχ. θρέμμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θρέμμα το.
-
- 1)
- α) Γέννημα, δημιούργημα:
- (Αχιλλ. O 632)·
- β) έκφρ. γέννημα και θρέμμα = αυτόχθονας κάτοικος:
- (Δούκ. 22124).
- α) Γέννημα, δημιούργημα:
- 2) Οικόσιτο ζώο:
- οι υιοί του και τα θρέμματά του (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ιω. δ´ 12).
[αρχ. ουσ. θρέμμα. Η λ. και σήμ.]
- 1)