Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θνητός, επίθ.
-
- Που υπόκειται στο θάνατο:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 35).
- Το αρσ. και το θηλ. ως ουσ. = νεκρός· σκοτωμένος:
- οι συγγενείς του τεθνεώτος ού της θνητής (Ασσίζ. 3914)·
- ο θνητός ουκ έχει κανένα συγγενήν … οπού να ζητήσει τον θάνατόν του απ’ εκείνον οπού τον εσκότωσεν (Ασσίζ. 46529· 2142).
[αρχ. επίθ. θνητός. Η λ. και σήμ.]
- Που υπόκειται στο θάνατο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θνητός -ή -ό [θnitós] Ε1 : που από τη φύση του είναι προορισμένος να πεθάνει, που η ύπαρξή του δεν είναι αιώνια. ANT αθάνατος1: Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. || (ως ουσ.) ο θνητός, ο άνθρωπος: Ευτυχής ~, για κπ. που τον θεωρούμε τυχερό σε κπ. τομέα: Ποιος ευτυχής ~ είναι ο ιδιοκτήτης αυτής της βίλας; Στην ελληνική μυθολογία οι θεοί πολλές φορές συμπεριφέρονται σαν θνητοί. (έκφρ.) κοινός ~, για κπ. που δεν ανήκει σε προνομιούχα κοινωνική τάξη ή ομάδα.
[λόγ. < αρχ. θνητός]