Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θνησιμαίος -α -ο [θnisiméos] Ε4 : (λόγ., για ζώο) ψόφιος. || (ως ουσ.) το θνησιμαίο, ψοφίμι.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. θνησιμαῖον `κουφάρι ζώου΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. θνησιμαῖον `κουφάρι ζώου΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |