Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θνησιμαῖος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θνησιμαίος -α -ο [θnisiméos] Ε4 : (λόγ., για ζώο) ψόφιος. || (ως ουσ.) το θνησιμαίο, ψοφίμι.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. θνησιμαῖον `κουφάρι ζώου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες