Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θερμότης η· θερμότη· θερμότητα.
-
- 1) Ζέστη:
- (Πτωχολ. α 102).
- 2) Θερμοκρασία:
- έχει και φυσική θερμότητα η καρδία (Μάρκ., Βουλκ. 35125).
- 3) (Μεταφ.) θέρμη, εγκαρδιότητα:
- με πολλήν θερμότητα το στέλνω (ενν. το ποίημα) εμπροστά σου (Λίμπον. Αφ. 61).
[αρχ. ουσ. θερμότης. Ο τ. ‑τητα στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Ζέστη: