Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεομπαίχτης ο [θeobéxtis] Ο10 θηλ. θεομπαίχτρα [θeobéxtra] Ο25α : αυτός που εμπαίζει το Θεό και τα θεία, που αδίστακτα εξαπατά τον καθένα χωρίς να σέβεται τίποτα· απατεώνας: Bρε το θεομπαίχτη, όλους μάς εξαπάτησε!
[θεο-I + εμπαικ- (εμπαίζω) -της με ανομ. [kt > xt] και αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· θεομπαίχ(της) -τρα]