Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεμελιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεμελιώνω [θemelióno] -ομαι Ρ1 : 1α. κατασκευάζω τα θεμέλια: ~ ένα κτίριο / μια οικοδομή / μια γέφυρα. || τοποθετώ το θεμέλιο λίθο: Tο νοσοκομείο θεμελιώθηκε από τον υπουργό. β. κάνω τις πρώτες εργασίες κατασκευής: ~ έναν οικισμό. 2. (μτφ.) α. συγκροτώ τις βάσεις, την αρχή: Ο Iπποκράτης θεμελίωσε την ιατρική. Ο Mαρξ θεμελίωσε τη θεωρία του ιστορικού υλισμού. β. στηρίζω λογικά, αιτιολογώ κτ. με επιχειρήματα: ~ τις απόψεις / την κριτική / τις κατηγορίες μου. γ. έχω κτ. ως βάση, στηρίζομαι σ΄ αυτό: Kατά το χριστιανισμό, η ηθικότητα θεμελιώνεται στην πίστη.

[1: μσν. θεμελιώνω < αρχ. θεμελι(ῶ) -ώνω· 2: λόγ. < ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θεμελιώνω· μτχ. παρκ. εθεμελιωμένος.
  • 1) Βάζω θεμέλια· χτίζω, δημιουργώ:
    • ο ρήγας επήρεν τον αρχιεπίσκοπον … να ευλογήσει τον θεμέλιον και τότε εθεμελιώσαν (Μαχ. 59210
    • Χριστέ, πὀποίκες ουρανόν κι εθεμελιώσες κόσμον (Ch. pop. 80).
  • 2) (Μεταφ.)
    • α) βάζω θεμέλια, στηρίζω κ.:
      • εσέ πού θεμελιώθηκε σήμερο η μάνητά σου; (Ερωτόκρ. Β´ 934
    • β) στηρίζω κ. κάπου, επιβεβαιώνω κ.:
      • Παραφορούνται απομακρά, μα δεν το θεμελιώνου (Ερωτόκρ. Δ´ 5).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Θεμελιωμένος:
      • τείχος … κτισμένο στην … πέτρα, διχωστάς να ’ναι θεμελιωμένο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50018).
    • 2) Μεταφ.
      • α) ριζωμένος, στερεωμένος:
        • εις τσ’ άδικους τ’ αμάρτημα είναι θεμελιωμένο (Ζήν. Δ´ 12
      • β) γεροφτιαγμένος, καλοκαμωμένος:
        • είχε τους γκόφους της χοντρούς, καλά θεμελιωμένους (Θησ. ΙΒ´ [631]
      • γ) σίγουρος, βέβαιος:
        • το πράμα εβεβαίωσε, θεμελιωμένον είναι (Ερωτόκρ. Α´ 1515 κριτ. υπ).

[αρχ. θεμελιόω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες