Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θέρισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέρισμα το [θérizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θερίζω: Tο ~ του σιταριού / του χωραφιού.

[θερισ- (θερίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
θέρισμα το.
  • Το σιτάρι που είναι για θέρισμα (ως σύστ. αντικ.):
    • (Πεντ. Λευιτ. XXIII 22).

[<αόρ. του θερίζω + κατάλ. μα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες