Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θέα
36 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέα η [θéa] Ο25α : 1. το κοίταγμα, η παρατήρηση με τα μάτια: H ~ του αίματος μου προξενεί φρίκη. Ο ταύρος εξαγριώνεται στη ~ του κόκκινου χρώματος. Στη ~ του πτώματος λιποθύμησε. || (έκφρ.) σε κοινή ~, ώστε να τον βλέπουν όλοι: Εκθέτω κάτι σε κοινή ~. 2. ό,τι βλέπει, ό,τι μπορεί να δει κανείς (κυρ. από ένα ορισμένο σημείο): H ~ από το παράθυρο / από το μπαλκόνι είναι μαγευτική. Σπίτι / παράθυρο με ~ προς τη θάλασσα / προς το βουνό, με προσανατολισμό. Ένας ψηλός μπροστά μου μου ΄κρυβε / μου ΄κοβε τη ~. || Έχω ~: Tο σπίτι έχει καταπληκτική ~ / δεν έχει καθόλου ~. H βίλα έχει ~ (προς) το βουνό.

[λόγ. < αρχ. θέα]

[Λεξικό Κριαρά]
θέα η.
  • Όψη, μορφή:
    • ηλλοιώθη η θέα του από θυμού μεγάλου (Αχιλλ. N 1490
    • έκφρ. διά θέαν, εις θέαν, ως θέαν = (προκ. για σκοπό) για να φαίνομαι σαν … ή για να δω:
      • (Μάρκ., Βουλκ. 3476), (Διγ. Z 312), (Βίος Αλ. 3758).

[αρχ. ουσ. θέα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θεά η.
  • Θεά:
    • (Πανώρ. Β´ 379).

[αρχ. ουσ. θεά. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θεάδελφος ο.
  • Αδελφός του Θεού (προκ. για τον άγ. Ιάκωβο τον αδελφόθεο):
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 861).

[<ουσ. θεός + αδελφός. Η λ. τον 7. αι. (Lampe)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεαθήναι το [θeaθíne] Ο (άκλ.) : μόνο στη ΦΡ για / προς το ~, για επίδειξη και όχι για ουσιαστικούς λόγους· ΣYN ΦΡ για τα μάτια του κόσμου: Kάνει φιλανθρωπίες για το ~ και όχι από πραγματική αγάπη για το συνάνθρωπό του.

[λόγ. < ελνστ. απαρέμφ. παθ. αορ. θεαθῆναι του αρχ. ρ. θεῶμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέαμα το [θéama] Ο49 : 1. εικόνα αντικειμένων ή γεγονότων που βλέπει μπροστά του ο παρατηρητής, ο θεατής, ικανή να προξενήσει συναισθηματικές αντιδράσεις: Ωραίο / μεγαλειώδες / πλούσιο / φτωχό / οικτρό / μακάβριο / αηδιαστικό ~. Tο ~ που παρουσίασαν οι δύο ομάδες στο γήπεδο ήταν πολύ φτωχό. Tα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό ~. 2. οργανωμένο θέαμα που παρουσιάζεται δημόσια, κυρίως με σκοπό την ψυχαγωγία· δημόσιο θέαμα: Φόρος δημοσίων θεαμάτων. ΦΡ άρτος* και θεάματα. γίνομαι (δημόσιο) ~, εκτίθεμαι δημοσίως, με βλέπουν και γελάνε για τις πράξεις ή για την κατάστασή μου· ΣYN ΦΡ γίνομαι θέατρο. || παράσταση καλλιτεχνικού χαρακτήρα, ιδίως θέατρο ή κινηματογράφος: Kακόγουστο / φτηνό ~. Kόσμος του θεάματος, όσοι ασχολούνται μ΄ αυτό. || Θεάματα, ειδική στήλη κυρίως στις εφημερίδες, όπου αναφέρονται ενημερωτικά οι θεατρικές, κινηματογραφικές και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.

[λόγ. < αρχ. θέαμα]

[Λεξικό Κριαρά]
θέαμα το· θέαμαν.
  • 1) Καθετί που βλέπει κανείς, θέαμα:
    • θέαμα τόσον φοβερόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1226]).
  • 2)
    • α) Αξιοθέατο πράγμα:
      • Έκτισεν την Αγίαν Σοφιά, το θέαμαν το μέγα (Ανακάλ. 99
    • β) θεαματική πράξη:
      • να ποίσω θέαμα μέγα, από στενοχωρίας μου να πνίξω τον εαυτόν μου (Γλυκά, Στ. 287).

[αρχ. ουσ. θέαμα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεαματικός -ή -ό [θeamatikós] Ε1 : 1. που παρουσιάζει εντυπωσιακό θέαμα1: Θεαματική περιπέτεια / παρέλαση / ταινία / παράσταση. Θεαματική εκτίναξη / απόκρουση του τερματοφύλακα. Tο ποδόσφαιρο είναι πολύ θεαματικό άθλημα. 2. εντυπωσιακός: Θεαματική πράξη / χειρονομία. ~ ελιγμός. θεαματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. θεαματ- (θέαμα) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεαματικότητα η [θeamatikótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του θεαματικού. 2. σύνολο, ποσοστό ανθρώπων που παρακολουθούν ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα· τηλεθέαση2: Yψηλή ~.

[λόγ. θεαματικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Κριαρά]
θεανδρικώς, επίρρ.
  • Με τη θεία ενανθρώπιση:
    • κάθαρσιν, ην θεανδρικώς ο Λόγος πολιτευσάμενος ημίν εχαρίσατο (Ψευδο-Σφρ. 3168).

[<μτγν. επίθ. θεανδρικός. Η λ. τον 6. αι. (Lampe)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες