Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηχώ η [ixó] Ο37β : (φυσ.) επανάληψη ήχου από ανάκλαση των ηχητικών κυμάτων, όταν προσκρούσουν σε εμπόδιο το οποίο βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη από δεκαεφτά μέτρα: ~ και αντήχηση. || επανάληψη ή μίμηση των όσων λέει κάποιος άλλος: Έχει γίνει η ~ μου.
[λόγ. < αρχ. ἠχώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηχώ [ixó] Ρ10.9α : παράγω ήχο: Ήχησαν οι σάλπιγγες. || ακούγομαι: Tα λόγια του ήχησαν περίεργα στ΄ αυτιά μου.
[λόγ. < αρχ. ἠχῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ηχώ.
-
- Α´ (Μτβ.) κάμνω κ. να ηχήσει:
- την κιθάραν ήχησεν (Διγ. Z 1838).
- Β´ (Αμτβ.) ακούγομαι, αντηχώ:
- ετραγούδα κι έπαιζε κι ηχούσασιν οι τοίχοι (Αιτωλ., Μύθ. 962).
[αρχ. ηχέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) κάμνω κ. να ηχήσει: