Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ης
28 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Hσαΐας ο [isaías] Ο3 : στις ΦΡ ο χορός* του Hσαΐα. χορεύω* το χορό του Hσαΐα. το Hσαΐα χόρευε*.

[λόγ. < ελνστ. Ἠσαΐας < εβρ. Jesaja ( [-já] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ησιόδειος -α -ο [isióδios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Hσίοδο: Hσιόδεια ποίηση. Tα ησιόδεια έπη.

[λόγ. < αρχ. Ἡσιόδειος]

[Λεξικό Κριαρά]
ησκιάδα η.
  • Σκιά:
    • έχ’ ακριβήν και τ’ όμορφου κορμιού του την ησκιάδα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [121]).

[<ουσ. ήσκιος + κατάλ. άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
ησκιάζω,
βλ. σκιάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
ησκιό το· ’σκιό· ’σκιόν· ’σκιός.
  • 1)
    • α) Σκιά:
      • φιλώ το ’σκιόν όπου πατείς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55710
    • β) εικόνα, σκιαγράφημα:
      • ’σκιόν έναι (ενν. η σάρκα) της θεότης (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1168).
  • 2) Τόπος σκιερός, ήσκιος:
    • Μιαν κόρην είδα μες στο ’σκιός της δάφνης (Κυπρ. ερωτ. 1081).

[<ουσ. ήσκιος με αλλαγή γένους. Ο τ. ’σκιό και σήμ. κρητ. Ο τ. ’σκιός και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ησκιοδροσερός, επίθ.
  • Που έχει ήσκιο και δροσιά:
    • Ούδ’ είχ’ αλλάξει την θωριάν (ενν. του δάσους) την ησκιοδροσερήν σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [781]).

[<ουσ. ήσκιος + επίθ. δροσερός]

[Λεξικό Κριαρά]
ήσκιος ο· (?)ήσκο(ς)· ήσχιος· ησχιός· ’σκίος.
  • 1)
    • α) «Είδωλο», φάντασμα:
      • (Θησ. ΙΒ´ [396]
      • δεν κατέχω ανίσως κι είμαι ζωντανός ή ήσκιος …; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1567]
    • β) σκιά:
      • σκιάζεται εκ τον ήσχιον της (ενν. η νέα νύφη) ωσάν η ελαφίνα (Σπαν. V 589
    • γ) είδωλο, εικόνα (στον καθρέφτη, κ.α.):
      • βλέπουν τον ήσκιον τους οι … κοπελούδες (Διήγ. παιδ. 929).
  • 2) Τόπος σκιερός, ήσκιος:
    • με τα φύλλα τα πλατιά, με τον πολύν τον ήσκιον (Ερωτοπ. 267).

[<ουσ. σκιά με προσθήκη του αρχικού τονισμένου φωνήεντος και αλλαγή γένους κατά το ήλιος. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ησκιωμάδα η.
  • Σκιά (εδώ μεταφ.):
    • Σιμά εις τον οποίον (δηλ. τον Θεόν) δεν είναι αλλάξιμον ή μεταλλαγμού ησκιωμάδα (Χριστ. διδασκ. 2).

[<ουσ. ήσκιωμα (Δημ., Κριαρ.) + κατάλ. άδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ήσσων -ων -ον [íson] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) μικρότερος, στις εκφράσεις ήσσονος σημασίας, για να χαρακτηριστεί ως ασήμαντο ένα πρόσωπο ή μία πράξη. νόμος της ήσσονος προσπαθείας*.

[λόγ. < αρχ. ἥσσων (συγκρ. των επιθ. μικρός, κακός)]

[Λεξικό Κριαρά]
ηστάνομαι,
βλ. αισθάνομαι.
< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες