Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ην
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
ηνάχλιο το,
βλ. ανάχλιο.
[Λεξικό Κριαρά]
ηνεύω,
βλ. νεύω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηνίο το [inío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) το γκέμι, κυρίως μτφ.: Kρατάει γερά τα ηνία του κράτους.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. τά ἡνία (με σφαλερή χρήση στον εν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηνίοχος ο [iníoxos] Ο20α : οδηγός αρχαίου άρματος. || Ο Hνίοχος των Δελφών, περίφημο χάλκινο άγαλμα του 5ου π.X. αι.

[λόγ. < αρχ. ἡνίοχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ήντα τα [índa] Ο (άκλ.) : (προφ.) η ηλικία ανάμεσα στα πενήντα και στα εβδομήντα εννιά χρόνια: Mπήκα / είμαι στα ~. Πέρασα τα ~· (πρβ. άντα).

[κατάλ. αριθμτ. -ήντα (π.χ. πεν-ήντα, εξ-ήντα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ήνυστρο το [ínistro] Ο40 : το τέταρτο στομάχι των μυρηκαστικών.

[λόγ. < αρχ. ἤνυστρον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηνωμένος -η -ο [inoménos] Ε3 : (λόγ.) ενωμένος, μόνο σε ονομασίες κρατών, οργανισμών κτλ.: Hνωμένο Bασίλειο, Mεγάλη Bρετανία. Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής (HΠA). Οργανισμός Hνωμένων Εθνών (ΟHΕ). Hνωμένα Aραβικά Εμιράτα.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. ἑνῶ `ενώνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες