Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημιπολύτιμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημιπολύτιμος -η -ο [imipolítimos] Ε5 : για λίθους με μικρότερη σκληρότητα, καθαρότητα και λάμψη και, κατά συνέπεια, με μικρότερη αξία από τους πολύτιμους: Ο όνυχας ανήκει στους ημιπολύτιμους λίθους.

[λόγ. ημι- + πολύτιμος μτφρδ. γαλλ. (pierre) demi-pré cieuse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες