Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημιπολύτιμος -η -ο [imipolítimos] Ε5 : για λίθους με μικρότερη σκληρότητα, καθαρότητα και λάμψη και, κατά συνέπεια, με μικρότερη αξία από τους πολύτιμους: Ο όνυχας ανήκει στους ημιπολύτιμους λίθους.
[λόγ. ημι- + πολύτιμος μτφρδ. γαλλ. (pierre) demi-pré cieuse]