Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημερονύκτιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημερονύκτιο το [imeroníktio] Ο40 : (λόγ.) χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων ωρών· εικοσιτετράωρο.

[λόγ. < ελνστ. ἡμερονύκτιον]

[Λεξικό Κριαρά]
ημερονύκτιον το· ημερονύχθι(ον)· ημερονύχτι(ον)· μερονύκτι(ν)· μερονύκτιον· μερονύχτι.
  • Η διάρκεια μιας μέρας και μιας νύχτας, μερόνυχτο:
    • δεν μπορώ να κοιμηθώ όλον το μερονύχτι (Ch. pop. 203· Ιμπ. 650).

[μτγν. ουσ. ημερονύκτιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες